Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πάνω από το ποτάμι

  • 1 над

    над (надо) πάνω από' \надрекой πάνω από το ποτάμι·тысяча метров \над уровнем моря χίλια μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας' \над чем он работает? με τι ασχολείται;
    * * *

    над реко́й — πάνω από το ποτάμι

    ты́сяча ме́тров над у́ровнем мо́ря — χίλια μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας

    над чем он рабо́тает? — με τι ασχολείται

    Русско-греческий словарь > над

  • 2 через

    через
    предлог с вин. п.
    1. (о пространстве, месте) διά, πάνω / διά μέσου (сквозь):
    мост \через реку ἡ γέφυρα πάνω ἀπό τό ποτάμι· ремень \через плечо́ τό λουρί στον ῶμο· перейти \через дорогу περνώ τόν δρόμο· ступи́ть \через порог περνώ τό κατώφλι, μπαίνω· прыгнуть \через барьер πηδώ πάνω ἀπό τόν φράχτη· прыгнуть \через ручей πηδώ τό ρυάκι· ехать \через реку περνώ τό ποτάμι· пройти \через лес περνώ διά μέσον τοῦ δάσους· перейти́, переехать \через что́-л. διαβαίνω (или διασχίζω, διαπερ(ν)ῶ)· ехать в Ленинград \через Москву́ μεταβαίνω στό Λένινγκραντ μέσω Μόσχας· ехать \через весь город διασχίζω ὅλη τήν πόλη· влезть \через окно μπαίνω ἀπ' τό παράθυρο· пройти \через испытания περνώ δοκιμασίες·
    2. (при посредстве) διά μέσου, μέσον, μέ τήν βοήθεια:
    оповестить \через газету γνωστοποιώ μέσον τής ἐφημερίδας· разговаривать \через переводчика μιλώ μέ τήν βοήθεια διερμηνέα· смотреть \через очки βλέπω μέ τά ματογυάλια·
    3. (о расстоянии) μετά:
    \через два километра начинается деревня μετά δύο χιλιόμετρα ἀρχίζει τό χωριό· она живет \через три до́ма от нас αὐτη κατοικεί τρία σπίτια πιό μακρυά ἀπό μᾶς· писать \через три строки γράφω ἀνά τρία διαστήματα·
    4. (о времени) ὑστερα ἀπό, μετά:
    приду́ \через час θά ἔλθω μετά ἀπό μιαν ὠρα· \через два дня ὕστερα ἀπό δυό μέρες, μετά δυό μέρες· \через некоторое время μετά ἀπό λίγον καιρό· регулярно \через день μέρα παρά μέρα· ◊ \через голову кого-л. разг χωρίς νά ρωτήσω κάποιον \через пень колоду разг κουτσά στραβά.

    Русско-новогреческий словарь > через

  • 3 через

    (πρόθεση με αιτ.).
    1. (για χώρο, έκταση κ.τ.τ.) δια, δια μέσου, μέσα απο•

    переправиться через реку διέρχομαι τον ποταμό•

    перейти через улицу περνώ την οδό•

    пройти через лес περνώ μέσα από το δάσος•

    переступить через порог περνώ το κατώφλι.

    || (για απόσταση) σε • через 15 километров от дервни σε απόσταση 15 χιλιόμετρα από το χωριό. || επί, επάνω•

    мост - Волгу γέφυρα στο Βόλγα.

    || πέρα απο, στην άλλη (απέναντι) πλευρά•

    деревья зеленели• через реку δέντρα πρασίνιζαν πέρα από το ποτάμι.

    2. μέσα απο•

    пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή.

    || μέσο, δια μέσου•

    ехать в париж через берлин πηγαίνω στο Παρίσι μέσο Βερολίνου.

    || απο•

    проехать - Москву περνώ από τη Μόσχα.

    3. υπέρ, πάνω απο•

    перелезть через забор περνώ πάνω από το φράχτη (τον περίβολο)•

    прыгать через вервку πηδώ πάνω από το σχοινί.

    || υπεράνω•

    через силу υπεράνω των δυνάμεων.

    4. (σημαίνει το μέσο ή το όργανο με το οποίο εκτελείται κάτι)• δια, μέσο, με•

    оповестить через газету γνωστοποιώ με την εφημερίδα•

    сообщить через соседа πληροφορώ με το γείτονα•

    переговаривать через переводчика συνεννοούμαι (συνδιαλέγομαι) με διερμηνέα•

    через расстрел με τουφεκισμό•

    через повешение με απαγχονισμό.

    5. (απλ.) για τον λόγο ότι, εξαιτίας, επειδή, γιατί•
    - болезнь не могу петь λόγω ασθένειας δεν μπορώ να τραγουδήσω.
    6. (για χρόνο) μετά, έπειτα, ύστερα απο•(μέσα) σε•

    через несколько дней отец вернулся μετά από μερικές μέρες ο πατέρας επέστρεψε•

    полчаса уеду μετά μισή ώρα θα φύγω.

    || μεταξύ, ανάμεσα•

    писать через интервал γράφω ενδιάμεσα.

    7. κάθε, ανά•

    курить через час καπνίζω κάθε μια ώρα•

    принимать лекарство через три часа παίρνω φάρμακο κάθε τρεις ώρες•

    работаю через день εργάζομαι μέρα παρά μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > через

  • 4 перебросить

    -брошу, -бросишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переброшенный, βρ: -шен, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ•

    перебросить мяч через забор ρίχνω το τόπι πάνω από τον περίβολο•

    он -ил мешок через плечо αυτός έρριξε το τσουβάλι πάνω στον ώμο.

    2. ρίχνω μακρύτερα απ ό,τι χρειάζεται.
    3. φτιάχνω•

    перебросить мост через реку ρίχνω γέφυρα στο ποτάμι.

    4. μετακινώ μεταφέρω•

    перебросить дивизию на левый фланг ρίχνω τη μεραρχία στο αριστερό πλευρό.

    || μετακομίζω.
    1. ρίχνομαι, πετάγομαι, περνώ από το ένα μέρος στο άλλο (υπερ)πηδώ. || επεκτείνομαι, ξαπλώνομαι.
    2. παλ. αυτομολώ.
    3. άλληλορίχνω, ρίχνομε ο ένας στον άλλο•

    перебросить мячом ρίχνομε ο ένας στον άλλο το τόπι.

    Большой русско-греческий словарь > перебросить

  • 5 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 6 спускать

    спускать
    несов
    1. (опускать) κατεβάζω:
    \спускать занавеску κατεβάζω τό παραπέτασμα· \спускать паруса κατεβάζω τά πανιά, ὑποστέλλω τά ίστία· \спускать курок πιέζω τή σκανδάλη·
    2. (на воду) καθελκύω, καθέ-λκω:
    \спускать корабль καθέλκω πλοΐον \спускать шлюпку κατεβάζω τή βάρκα·
    3. (выпускать \спускать о воде, воздухе) βγάζω/ ἀδειάζω (тк. о воде):
    \спускать воду из пруда ἀδειάζω τό νερό ἀπό τή δεξαμενή·
    4. (прощать) разг συγχωρώ, παραβλέπω·
    5. (растрачивать) разг χάνω:
    \спускать все (в азартной игре) τά χάνω ὅλα στό παιγνίδι· ◊ \спускать директивы, инструкции στέλνω ὁδηγίες· не \спускать глаз с кого-л. δέν ξεκολλώ τά μάτια μου ἀπό κάποιον \спускать с цепи́ λύνω· \спускать собак на кого́-л. βάζω τά σκυλιά νά χυμήξουν πάνω σέ κάποιον \спускать кого́-л. с лестницы разг γκρεμίζω κάποιον ἀπό τή σκάλα \спускаться
    1. κατεβαίνω:
    \спускаться по лестнице κατεβαίνω τή σκάλα·
    2. (вниз по реке) κατεβαίνω τό ποτάμι, κατέρχομαι τόν ποτα-μόν, πλέω προς τίς ἐκβολές.

    Русско-новогреческий словарь > спускать

  • 7 βγάλε

    με απ' την υποχρέωση избавь меня о этой обязанности;
    7) вывихнуть (сустав); έβγαλε το πόδι του он вывихнул себе ногу; 8) производить; создавать; выпускать;

    η περιοχή βγάλεει σταφύλια — область производит много винограда;

    βγάλε καλό λάδι — производить хорошее масло;

    τό πολυτεχνείο βγάλε καλούς μηχανικούς — политехнический институт выпускает хороших инженеров;

    9) давать, порождать;
    η τριανταφυλλιά έβγαλε μπουμπούκια роза дала бутон; έβγαλε σπυριά στο πρόσωπο у него на лице появились прыщи; η κλωσσα έβγαλε δέκα πουλιά наседка вывела десять цыплят; έβγαλε καλά παιδιά он вырастил хороших детей; 10) источать; выделять; выпускать;

    η λάμπα βγάλεει καπνό — лампа коптит;

    βγάλεει νερό ο τοίχος — стена отсыревает;

    βγάλε δάκρυα — а) плакать; — б) слезиться;

    βγάλε φλέ(γ)ματα — отхаркивать мокроту;

    έβγαλε τίς βλογιές он заболел оспой;
    11) зарабатывать, добывать;

    βγάλε πολλά λεφτά — много зарабатывать;

    βγάλε τό ψωμί μου — зарабатывать на хлеб;

    12) издавать (звук), произносить;

    βγάλε φωνή — кричать;

    δεν βγάλε ούτε άχνα — не проронить ни звука;

    βγάλε λόγο — произносить речь;

    13) издавать, публиковать, выпускать;

    βγάλε εφημερίδα — издавать газету;

    βγάλε ανακοίνωση — делать объявление;

    βγάλε απόφαση — выносить решение, приговор;

    14) выдвигать, продвигать; выбирать, избирать;

    βγάλε κάποιον βουλευτή — избирать кого-л. депутатом;

    15) заключать, делать заключение;
    думать, полагать;

    βγάλε τό συμπέρασμα — делать вывод;

    τί βγάλεεις από όσα σού είπα; — что ты думаешь о том, что я тебе сказал?;

    16) вычислять, подсчитывать;
    κάμε πάλι το λογαριασμό, δεν τάβγαλες σωστά! подсчитай снова, ты неправильно высчитал; 17) разбирать, расшифровывать, разгадывать;

    δεν βγάλε το γράψιμο ( — или τα γράμματα) του — я не разбираю его почерка;

    18) вести, приводить;
    τό μονοπάτι μ' έβγαλε στο ποτάμι тропинка привела меня к реке; 19) вести, провожать;

    βγάλε τα παιδιά περίπατο — водить детей на прогулку;

    βγάλε με ως το δρόμο проводи меня до дороги;
    20) угощать; 21) кончать, заканчивать;

    βγάλε τη σχολή — заканчивать школу;

    22) прожить, просуществовать; пережить;
    δεν θα βγάλει τη νύχτα ему не прожить и ночи; 23) называть, давать имя, прозвище;

    βγάλε κάποιου παρατσούκλι — давать кому-л. прозвище;

    πώς το βγάλανε το παιδί; как они назвали ребёнка?;
    24) вводить в моду; 25) уличать, изобличать; τον έβγαλα ψεύτη я его изобличил во лжи; ο θεός να με βγάλει ψεύτη пусть я окажусь плохим пророком;

    § βγάλε γλώσσα — быть дерзким (на язык), держать себя дерзко, нагло;

    βγάλε μίζα — нагреть себе руки на чём-л.;

    βγάλε την τσίπα — становиться беззастенчивым;

    βγάλε όνομα — приобрести имя, известность;

    прослыть (кем-л.);

    βγάλε τό όνομα κάποιου — лишать доброго имени, позорить, дискредитировать кого-л.;

    βγάλε είσιτήρια — брать билеты;

    βγάλε τον ανήφορο — брать подъём;

    βγάλε τό άχτι μου πάνω σε κάποιον — вымещать, срывать свою злобу на ком-л.;

    βγάλε στη δημοπρασία (στο σφυρί) — продавить с аукциона (с молотки);

    βγάλε στο λοτό — разыгрывать (что-л.) в лотерею;

    βγάλε στα ( — или στη) φόρα — разоблачать при всех, публично;

    βγάλε τα άπλυτα κάποιου — раскрывать чьй-л. грязные дело;

    βγάλε τα άπλυτα του στη φόρα — вывести кого-л. на. чистую воду;

    βγάλε τα μάτια μου — а) портить (себе) зрение; — б) причинять себе ущерб;

    βγάλε τό μάτι (τα μάτια) κάποιου — причинять кому-л. большой ущерб;

    τό μάτι σοδβγαλε; что плохого он тебе сделал?;
    θα βγάλουν τα μάτια τους они друг другу глаза выцарапают; βγάλτε τα μάτια σας сами разбирайтесь в своих делах;

    τα βγάλε πέρα — справляться (с чём-л.);

    μόλις τα βγάλε πέρα — едва сводить концы с концами;

    οπού μας βγάλει η άκρη а) будь что будет;
    б) куда глаза глядят;

    βγάλε στη μέση — а) ставить на обсуждение; — б) выдвигать новое утверждение;

    βγάλε κάτι απ' τη μέση — отодвигать что-л.;

    βγάλε κάποιον απ' τη μέση — устранять, убирать, нейтрализовать кого-л.;

    τον έβ- γαλα απ' την καρδιά μου я вырвал его из своего сердца;
    βγάλ' το απ' το νού (или μυαλό, κεφάλι) σου выбрось это из головы; не надейся и не жди;

    βγάλε τό λαρύγγι ( — или τό λαιμό, τα πνευμόνια) μου — кричать во всё горло, орать; — драть глотку (прост,);

    έβγαλα το λαρύγγι μου να φωνάζω я надорвал глотку кричавши;
    του 'βγάλε τα πόδια у него гудели ноги (от ходьбы);

    βγάλεει τα λόγια του με την τσιμπίδα — он очень молчаливый; — из него слова не вытянешь;

    βγάλεει οχτώ και τρώει δέκα — он живёт не по средствам;

    βγάλεει και από τη μύγα ξύγκι — а) он очень скуп; — б) он жестокий эксплуататор;

    μου έβγαλε την ψυχή (или τό θεό, την πίστη) (ανάποδα) он из меня всю душу вытянул;
    έβγαλα το σβέρκο μου να τελειώσω... я измучился, пока не закончил...; μου το 'βγάλε απ' τη μύτη мне боком вышло его благодеяние;

    του βγάλε το καπέλλο — я преклоняюсь перед ним; — я снимаю перед ним шляпу;

    τον έβγαλαν στο γαϊδουροπάζαρο его сделали посмешищем;
    βγάλ' τον κόρακα (или τον περίδρόμο, το σκασμό) перестань болтать; βγάλ' τη σκούφια σου και βάρ' του сперва на себя посмотри; δεν έβγαλε ούτε άχ или δεν πρόφτασε να βγάλει άχ он и ахнуть не успел; του 'βγαλαν λάδι его сильно сжали, стиснули (в толпе); του 'βγαλαν το λάδι из него выжали все соки, его выжали как лимон; τον έβγαλαν (ένα) λάδι (или αθώο) его оправдали, обелили; τοΒβγαλε το τομάρι он его ободрал как липку; έβγαλα τα μουλάρια меня сильно укачало; έβγαλα τα συκώτια μου (или τάντερά μου) меня с души воротит;

    τό γινάτι βγάλεει μάτι — упрямство до добра не доведёт;

    βάζω άλλον να βγάλει τα κάστανα απ' τη φωτιά посл, заставлять другого таскать каштаны из огня; чужими руками жар загребать;

    βγάλε νερό με το καλάθι — погов, носить воду решетом; — толочь воду в ступе;

    απ' το 'να αφτί τα μπάζει κι' απ' τ' άλλο τα βγάλεει — погов, в одно ухо влетает, а в другое вылетает;

    όποιος βγάνει και δεν βάνα, γλήγορα τον πάτο φτάνει посл, без расчёту жить — себя губить

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βγάλε

  • 8 вздуть

    -ую, -уешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вздутый, βρ: -ут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. φυσώ,πνέω προς τα πάνω•
    2. διογκώνω, εξογκώνω, φουσκώνω.
    3. μτφ. υψώνω, αυξαίνω, ανεβάζω, παραφουσκώνω•

    вздуть цены υψώνω τις τιμές.

    4. φυσώ ν’ ανάψει•

    -огонь φυσώ ν’ ανάψει η φωτιά.

    1. φουσκώνω, διογκούμαι•

    на мачтах -лись паруса τα πανιά των καταρτιών φούσκωσαν•

    река -лась от таяния снегов το ποτάμι φούσκωσε από το λιώσιμο των χιονιών.

    2. πρήζομαι•

    щека -лась от флюса το μάγουλο πρήστηκε από πονόδοντο.

    3. μτφ. υψώνομαι, ανεβαίνω•

    цены -лись οι τιμές ανέβηκαν.

    –ую, -уешь ρ.σ.μ.
    (απλ.) χτυπώ, δέρνω•

    его -ли τον φούσκωσαν ξύλο.

    Большой русско-греческий словарь > вздуть

  • 9 вниз

    вниз
    нареч κάτω, προς τά κάτω:
    спуститься \вниз κατεβαίνω, κατέρχομαι· вверх и \вниз πάνω (καί) κάτω, ἄνω καί κάτω· сверху \вниз ἀπό ἐπάνω προς τά κάτω· ◊ плыть \вниз по течению πλέω μέ τό ρεΰμα τοῦ ποταμοῦ, κατεβαίνω τό ποτάμι, κατα-πλεω ποταμόν.

    Русско-новогреческий словарь > вниз

См. также в других словарях:

  • γερανός — ο 1. είδος αποδημητικού πουλιού: Χαζεύαμε τους γερανούς που περνούσαν πάνω από το ποτάμι. 2. μηχάνημα με το οποίο ανυψώνουν ή μετακινούν βάρη: Πάρκαρε παράνομα και του μετακίνησε το αυτοκίνητο ο γερανός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»